πολιοῦχος

πολιοῦχος
πολιοῦχος (A), ον, [dialect] Ep. [full] πολιήοχος, [dialect] Dor. [suff] πολῐορκ-άοχος (v. infr.), [dialect] Lacon. πολιᾶχος IG5(1).213.3 (Sparta, v B.C.); cf. πολισσοῦχος:(ἔχω A):—
A protecting a city,

ὦ π. κράτος E.Rh.821

(lyr., codd., sed v. infr.);

π. ἀρετά Isyll.16

; but mostly as epith. of the guardian deity of a city, Ἀθηναίη π. in Chios, Hdt.1.160 (also in Attica, BCH50.529 (Marathon, ii A.D.)); Παλλὰς π., at Athens, Ar.Eq.581 (lyr.);

Ἀθάνα π. Id.Nu.602

(lyr.), cf. Av.827;

Παλλὰς πολιάοχος Pi.O.5.10

;

π. θεοί A. Th.312

(lyr.); δαίμονες ib.822 (lyr.);

Ζεὺς π. Pl.Lg.921c

;

Ἀρτέμιδος πολιηόχου A.R.1.312

; π. Ἀλεξανδρείας, title of Diocletian, OGI718.2 (Alexandria, iv A.D.): [full] πολίοχος (elsewh. known as pr. n. Πολίοχος) shd. be read in E.Rh.166,821.
------------------------------------
πολιοῦχος (B), ον, ([etym.] πολιός)
A greyhaired, PLond.1821.325.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Πολιοῦχος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιοῦχος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιούχος — (I) ο / πολιοῡχος, ον, ΝΜΑ, και πολίοχος, ον, επικ. τ. πολιήοχος, δωρ. τ. πολιάοχος, λακων. τ. πολιᾱχος, ον, Α (για θεό, άγιο ή ήρωα) αυτός που έχει υπό την προστασία του μια πόλη νεοελλ. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η πολιούχος άγιος τής… …   Dictionary of Greek

  • πολιούχος — ο προστάτης πόλης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολιοῦχον — πολιοῦχος masc/fem acc sg πολιοῦχος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πολιοῦχε — Πολιοῦχος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιοῦχε — πολιοῦχος masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πολιοῦχοι — Πολιοῦχος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιοῦχοι — πολιοῦχος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πολιοῦχον — Πολιοῦχος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”